- ἄρρευστος
- ἄρρευστοςwithout fluxmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρρευστος — ἄρρευστος, ον (AM) [ρευστός < ρέω] ο αναλλοίωτος … Dictionary of Greek
ἀρρεύστως — ἄρρευστος without flux adverbial ἄρρευστος without flux masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρευστον — ἄρρευστος without flux masc/fem acc sg ἄρρευστος without flux neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρεύστου — ἄρρευστος without flux masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρεύστους — ἄρρευστος without flux masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρευστα — ἄρρευστος without flux neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρευστοι — ἄρρευστος without flux masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)